- μόθος
- μόθος, ὁ (Α)1. ταραχή πολέμου2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη3. (για άλογο) θόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω, σπαταλώ, κουβαριάζω», αρχ. ινδ. manthati «μετακινώ, σείω, ερεθίζω», κ.ά.). Στην ελλ. η λ. μό-θ-ος εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mn- (βλ. ἄμοτρον —όπου το φωνηεντικό η αντιπροσωπεύεται με ο (αιολ. αρχαϊκή n —> ο) αντί α — της ρίζας *men- (πρβλ. μένος, μέμονα), με επίθημα δασύ οδοντικό φθόγγο, -θ-. Η σημ. τής λ. μόθος «ταραχή πολέμου, συμπλοκή, πόλεμος» εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στις λ. μόθων* και μόθαξ*].
Dictionary of Greek. 2013.